- φολκός
- ὁ, Α1. πιθ. (κυρίως ως προσωνυμία τού Θερσίτου) ραιβόπους, στραβοπόδης («φολκὸς ἔην, χωλὸς δ' ἕτερον πόδα», Ομ. Ιλ.)2. πιθ. αλλήθωρος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης σημ. και ετυμολ. επίθ., το οποίο απαντά μόνο στον στ. Β 217 τής Ιλιάδας στην περιγραφή τού Θερσίτου. Κατά την επικρατέστερη άποψη, το επίθ. φολκός πρέπει να ερμηνευθεί «αυτός που έχει στραβά πόδια» και με αφετηρία αυτήν τη σημ. έχει διατυπωθεί η υπόθεση ότι πρόκειται για αρχαϊκό τ. του καθημερινού λεξιλογίου σχηματισμένον —με αφαίρεση του αρκτικού φωνήεντος— από έναν τ. ἐφολκός (< ὁλκός, ἕλκω) με σημ. «αυτός που σέρνει τα πόδια του (για τη σημ. πρβλ. τη σημ. τού ρ. ἐφέλκω «σέρνω τα πόδια»). Εξάλλου, έχουν προταθεί και οι, λιγότερο πιθανές, συνδέσεις τής λ. με τον τ. φάλος*, ονομ. κάποιου μεταλλικού εξαρτήματος τής περικεφαλαίας, καθώς και με το λατ. falx, falcis «δρεπάνι» ή με τα αρχ. άνω γερμ. scelah, αγγλοσαξ. sceolh με σημ. «πλάγιος, λοξός». Τέλος, λιγότερο πιθανή θεωρείται και η ερμηνεία τού επιθ. «αλλήθωρος»].
Dictionary of Greek. 2013.